υδατοπέδιο

υδατοπέδιο
το
περιοχή απ΄ όπου προέρχονται τα νερά ενός ποταμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδατοπέδιο — το, Ν η περιοχή από την οποία ένας ποταμός δέχεται τα νερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + πεδίο (πρβλ. ορο πέδιο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”